- παραχωρητικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στην παραχώρηση δικαιώματος ή πράγματος: Οι παραχωρητικές προτάσεις λέγονται και ενδοτικές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραχωρητικός — disposed to yield in respect of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχωρητικός — ή, ό / παραχωρητικός, ή, όν, ΝΜΑ [παραχωρώ] αυτός που αναφέρεται στην παραχώρηση νεοελλ. φρ. «παραχωρητικές προτάσεις» προτάσεις που σημαίνουν παραχώρηση, ενδοτικές ή εναντιωματικές προτάσεις αρχ. 1. εκείνος που έχει την τάση να κάνει… … Dictionary of Greek
παραχωρητικῶν — παραχωρητικός disposed to yield in respect of fem gen pl παραχωρητικός disposed to yield in respect of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχωρητικόν — παραχωρητικός disposed to yield in respect of masc acc sg παραχωρητικός disposed to yield in respect of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek